Κείμενο: Τζιάτζιου Μαρία
Το kaffe κλείνει
απόγευμα στις εφτά ακριβώς. Η ώρα είναι 18:35, καλοκαιρινή μέρα, ζεστή, ο, τι
πρέπει για βόλτα σε τούτη τη μεσαιωνική, γερμανική πόλη με το πολύ πράσινο και τους αργούς
της ρυθμούς.
Τα
τραπεζοκαθίσματα έξω στο αίθριο είναι ήδη δεμένα, εγώ συμμαζεύω κάτι ψιλά στην
κουζίνα και το αφεντικό μου "κάνει ταμείο", όταν ξαφνικά εμφανίζεται
στην πόρτα μια γνωστή κυρία, πελάτισσα του μαγαζιού. Η ίδια είναι Ισπανίδα αλλά
χειρίζεται και μιλάει τη γλώσσα των Γερμανών όπως και τη μητρική της. Σε
άπταιστα γερμανικά λοιπόν και με ένα πολύ ευγενικό χαμόγελο, καλησπερίζει και
ζητάει συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας.
-Έχω εδώ
κοντά ένα ραντεβού και θα μείνω μόνο λίγο, ίσα να κρατήσω κάποιες σημειώσεις.
Αν δημιουργώ πρόβλημα, παρακαλώ, πείτε μου, θα πάω πιο κάτω να πάρω τον καφέ
μου.
Ο κυρ-κάπελας
εδώ, ένας τύπος κάπως πολύ κοντός, με λίγα παραπανίσια κιλά, ολίγον...ίσως και
πολύ, νευρικός, από κείνους που δεν τους χωράει ο τόπος, είναι τόσο τσιγκούνης
μαζεύει και μετράει τα λεφτά του ίσα με δέκα φορές τη μέρα που αν μπορεί ακόμα
και να κλέψει λεφτά, θα το κάνει ελαφρά τη καρδία! και το φραγκοkiller που του
'χουνε κολλήσει οι γνωστοί, είναι υπερβολικά λίγο για να περιγράψει τη σχέση
του με το χρήμα, τέλος πάντων. Ο, τι κινείται μπορεί να το ερμηνεύσει ως μάρκο.
Οπότε, η μάρκο-κυρία, όχι, δε θα του φύγει, έστω κι αυτή την ώρα που
ετοιμάζεται να κλείσει στα γρήγορα για να προλάβει τους φίλους του που
παρακολουθούνε κάπου ένα pre game σε αγώνα του mundial ο οποίος όπου να 'ναι αρχίζει...