Τη λέγανε Δώρα και μπήκε με φόρα
ήρθε σαν ήλιος μα έφυγε, φίλε, σαν μπόρα.
Τη λέγανε Μάρα, άσχημη φάρα
μου ’σπασε πιάτα, ποτήρια και μία κιθάρα.
Τη λέγανε Σία, παιδί αφασία
μα είχε μπερδέψει τον ύπνο με τη συνουσία.
Τη λέγανε Φρόσω μα ζήλευε τόσο
που έφυγα νύχτα σαν κλέφτης να μην τη σκοτώσω.
Οι γυναίκες έχουν δίκιο
όλοι είμαστε ρεμάλια
φαλλοκράτες και γουρούνια
και αγύριστα κεφάλια!
Οι γυναίκες έχουν δίκιο
πως χαλάμε όλα τα πλάνα
μα ευθύνη όμως έχει
και η Ελληνίδα μάνα.
ήρθε σαν ήλιος μα έφυγε, φίλε, σαν μπόρα.
Τη λέγανε Μάρα, άσχημη φάρα
μου ’σπασε πιάτα, ποτήρια και μία κιθάρα.
Τη λέγανε Σία, παιδί αφασία
μα είχε μπερδέψει τον ύπνο με τη συνουσία.
Τη λέγανε Φρόσω μα ζήλευε τόσο
που έφυγα νύχτα σαν κλέφτης να μην τη σκοτώσω.
Οι γυναίκες έχουν δίκιο
όλοι είμαστε ρεμάλια
φαλλοκράτες και γουρούνια
και αγύριστα κεφάλια!
Οι γυναίκες έχουν δίκιο
πως χαλάμε όλα τα πλάνα
μα ευθύνη όμως έχει
και η Ελληνίδα μάνα.