Κείμενο: Νίκος Παπακώστας
Έτσι
που λες κύριε Γιάννη (ο κουλουράς με το ζεστό κουλούρι Θεσσαλονίκης, η
πρώτη και παντοτινή γελαστή καλημέρα το πρωί εδώ και χρόνια). Τελευταία
μοιάζω όλο και πιο πολύ με καταιγίδα, που φοβάμαι μη τυχόν και ξεσπάσει.
Πόσο μου λείπουν τα γέλια των παιδιών απ΄ τον μπροστινό δρόμο του
σπιτιού μου. Η αιώνια περαντζάδα προς τις φυλακές του Γεντί Κουλέ και
πιο κάτω προς τα κάστρα. Η πλατεία κι αυτή τόσο μελαγχολική και βουβή…
της λείπουν ακόμα περισσότερο από μένα τα παιδιά. Να την πληγώσουν με το
παιχνίδι και την απροσεξία τους, ειδικά σήμερα, μια τόσο μουντή μέρα,
που έχει ντυθεί με το χρώμα της θλίψης. Νοσταλγεί ακόμα και τα πηγαδάκια
των ηλικιωμένων και τις κόντρες τους για τα πολιτικά και το ποδόσφαιρο.
Ποιος θα περίμενε να μου λείπουν οι ενοχλητικοί ήχοι των μηχανών και
των αυτοκινήτων, την ώρα που γυρνάω κατάκοπος απ΄ τη δουλειά, για να
χαλαρώσω με ένα ποτήρι κρασί βουλιάζοντας στον σκληρό καναπέ. Πόσο θα
΄θελα να χαθώ στο Καπάνι και στο Μοδιάνο, ν΄ αλαλάζει η βουή και να
ξεχύνονται οι μυρωδιές απ΄ τα μπαχάρια κι έπειτα στην παραλία με το
βλέμμα στα γκαζάδικα που καρτερούν στη ράδα.
Αυτός ο περιορισμός… Μια λέξη τόσο βάρβαρη ακόμα και στην προφορά της. Θαρρείς και κολλάει στη γλώσσα. Μακάρι να ήταν όλα αλλιώς, μακάρι να μην τη βιώναμε. Μόνο τα πουλάκια κελαηδούνε ακόμα. Βλέπεις αυτά ζούνε σ΄ έναν δικό τους παράδεισο μακριά απ΄ τον χτύπο των ανθρώπων. Λυπάμαι να βλέπω φίλους χωρίς δουλειά, να τρώνε ποπ κορν μπροστά στις ωχρές οθόνες τους και να κουράζονται σεργιανίζοντας απ΄τη μια πολυθρόνα ως την άλλη. Μουσικοί χωρίς όργανα, θεατρίνοι χωρίς σανίδι, χορευτές χωρίς πίστα. Φαντάζει βαρύς ο φετινός χειμώνας πριν ακόμα να έρθει καλά καλά. Μια χρονιά άκαρπη δίχως στάρι και τρύγο. Άδειοι δρόμοι, φωτισμένα σπίτια, ψυχές στο τσιγκέλι σαβανωμένες περιμένουν το Σάββατο του Λαζάρου ένα νεύμα για να πετάξουν τα σπάργανα. Φυλάμε Θερμοπύλες στον λευκό πάγκο του φαρμακείου να μην περάσει το κακό. Έτσι ονειρευτήκαμε τον κόσμο μας μωρέ; Μονολογώ…