Φέτος τον Αύγουστο έκλεισε ένα αγαπημένο μου μαγαζί, μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας. Οι μνήμες πολλές και οι "ιστορίες" που έζησα εκεί μέσα ακόμα περισσότερες. Μια απ' αυτές θα σας διηγηθώ...
Ένα παλιό σπίτι, μια μονοκατοικία με αυλή, που είχε μετατραπεί σε ταβέρνα. Οι καρέκλες ψάθινες και τα τραπεζομάντιλα χάρτινα. Μπουζούκι και κιθάρα χωρίς μικρόφωνα. Από τις δέκα μέχρι τις τέσσερις το πρωί.
Εκείνα τα χρόνια μπουζούκι έπαιζε ο Θανάσης ή μαέστρος, έτσι τον φωνάζαμε. Ο μαέστρος ήταν σαν το αρκουδάκι στη διαφήμιση της ντούρασελ. ξεκινούσε να παίζει και ξεχνούσε να σταματήσει. Το μαγαζί ήταν πάντα γεμάτο. Από τις δέκα μέχρι... Ο κόσμος πραγματικά γλεντούσε. άλλες φορές τραγουδώντας, αλλά και πολλά βράδια χορεύοντας. Ο μαέστρος είχε ένα "κουσούρι". Όταν χόρευε καμιά γυναίκα τσιφτετέλι, δεν σταματούσε... Ένα τέτοιο βράδυ λοιπόν,
το πρόγραμμα είχε πολύ τσιφτετέλι... Σ' ένα τραπέζι είναι δυο κοπέλες (που μάλλον ήταν για άλλο μαγαζί και βρέθηκαν εκεί κατά τύχη), η μία χορεύει πάνω στο τραπέζι κι η άλλη από κάτω φωνάζει τον Θανάση (ένα από τα αφεντικά, ο δεύτερος ήταν ο Κώστας)
το πρόγραμμα είχε πολύ τσιφτετέλι... Σ' ένα τραπέζι είναι δυο κοπέλες (που μάλλον ήταν για άλλο μαγαζί και βρέθηκαν εκεί κατά τύχη), η μία χορεύει πάνω στο τραπέζι κι η άλλη από κάτω φωνάζει τον Θανάση (ένα από τα αφεντικά, ο δεύτερος ήταν ο Κώστας)
- Λουλούδια δεν έχετε;
- Αρρώστησε η λουλουδού, λέει ο Θανάσης! Μετά από λίγο...
- Άνοιξε καμιά σαμπάνια!
- Δεν έχουμε σαμπάνιες, της λέει ο Θανάσης...
- Ε, άνοιξε ότι έχεις, δεν έχεις τίποτα; (με υποτιμητικό ύφος)
- Έχω έναν καλό τενεκέ τυρί, λέει ο Θανάσης, να τον ανοίξω;
- Άνοιξε ότι έχεις...
Πάει ο Θανάσης στην κουζίνα και φέρνει το τενεκέ στο τραπέζι που χόρευε η άλλη. Εγώ από δίπλα (ήμουν σερβιτόρος) με πετσέτα στο χέρι και πιάτο αντί για ποτήρι, ανοίξαμε τον τενεκέ τυρί αντί για σαμπάνια...
Ένα άλλο βράδυ, είπε ένα τραγούδι ο Γρηγόρης (πελάτης του μαγαζιού), είπε και δεύτερο... καταπληκτική φωνή ο Γρηγόρης!!! Θέλουν διάφοροι να τον κεράσουν, αλλά ο Γρηγόρης δεν πίνει αλκοόλ... Ένας επιμένει:
- Ρε, τι πίνει να τον κεράσω;
- Μόνο σόδα.
- Ε, άνοιξε του ένα τελάρο σόδες!
Πάει ο Κώστας στην κουζίνα και επιστρέφει με ένα τελάρο σόδες. Εγώ φυσικά μαζί με σαμπανιέρα, πετσέτα και όλα τα σχετικά, ανοίξαμε ένα τελάρο σόδες...
Αυτά κι άλλα πολλά, τρελά και όμορφα γινότανε τότε στο ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΊΟΝ Ο ΚΟΚΟΡΑΣ στους Αμπελόκηπους στη Θεσσαλονίκη! Όσοι περάσαν απ' τον Κόκορα, σίγουρα θα έχουν μια ιστορία να θυμηθούν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου